κάψις

κάψις
(I)
κάψις, ἡ (Α)
καταβρόχθιση, χάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάψ- (κάψ-ω, μέλλ. τού κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω») + κατάλ. -ις (πρβλ. βάψ-ις, ράψ-ις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κάψη — κάψις gulping fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάψης — κάψις gulping fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάψιν — κάψις gulping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάψει — κάπτω gulp down aor subj act 3rd sg (epic) κάπτω gulp down fut ind mid 2nd sg κάπτω gulp down fut ind act 3rd sg κάψις gulping fem nom/voc/acc dual (attic epic) κάψεϊ , κάψις gulping fem dat sg (epic) κάψις gulping fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάψη — η (Μ κάψις) ζέστη, κάψα μσν. βάσανο, στενοχώρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦ σις (ἔκαυ σα: ἔκαψα)] …   Dictionary of Greek

  • καψίδα — η φλόγωση τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψις + κατάλ. ίδα (< ίς, ίδος), πρβλ. βλεφαρ ίδα, κασ ίδα] …   Dictionary of Greek

  • καψίδι — και καψίδιασμα, το νοσηρή φλόγωση τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψις + κατάλ. ίδι (< ίδιον), πρβλ. κοψ ίδι, ξεφτ ίδι. Το καψίδιασμα < καψιδιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”